- Ἶσιν
- Ἶ̱σιν , Ἶσιςplantfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ίσιν — Αρχαία πόλη της νότιας Μεσοποταμίας, περίπου 20 χλμ. Ν της αρχαίας Νιπούρ, στη θέση του σημερινού χωριού Ισάκ Μπαχριγιάτ του Ιράκ. Ήταν το σπουδαιότερο κέντρο λατρείας της θεάς Νινινσινά, της γνωστής στους κατοίκους της Μεσοποταμίας και ως Γκούλα … Dictionary of Greek
ἰσίν — ἰ̱σίν , ἴς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσιν — Ἴσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Omurtag's Tarnovo Inscription — The Omurtag s Tarnovo Inscription. The Omurtag s Tarnovo Inscription is an inscription in Greek language, engraved on a column of dark syenite found in the SS. Forty Martyrs Church in Tarnovo. The inscription was known since 1858 when Hristo… … Wikipedia
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
τηθύς — Θάλασσα των παλαιότερων γεωλογικών χρόνων, η οποία έως το τριτογενές εκτεινόταν ανάμεσα στην Ευρασιατική ήπειρο στα Β και στην Αφρική Αραβία Ινδία στα Ν, χωρίζοντας τους δύο αυτούς ηπειρωτικούς όγκους. Η τ., της οποίας σημερινό υπόλειμμα είναι η… … Dictionary of Greek
Αμορραίοι ή Αμορρίτες — Σημιτικός λαός της Συρίας, o οποίος στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. ξεχύθηκε στη Μεσοποταμία. Τα σφηνοειδή κείμενα αναφέρουν, ήδη από τον 23o αι., τους Α. με την ονομασία Αμούρρου, δηλαδή δυτικούς. Στις αρχές της 2ης χιλιετίας κατέλαβαν… … Dictionary of Greek